αριστερισμός

αριστερισμός
ο [αριστερίζω]
το να αριστερίζει κάποιος, το να ακολουθεί ιδέες της αριστεράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αριστερισμός — ο η τάση προς τις αριστερές πολιτικές ιδέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”